μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… … Dictionary of Greek
μακροανάλυση — η (χημ) μέθοδος χημικής ανάλυσης κατά την οποία χρησιμοποιούνται, σε αντιδιαστολή με τη μικροανάλυση, μεγάλες σχετικά ποσότητες των υπό εξέταση υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroanalysis < macro (< μακρ[ο] *) + analysis (<… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροαναλυτής — ο χημ. συσκευή μεγάλης ευαισθησίας, χρησιμοποιούμενη στη μικροανάλυση … Dictionary of Greek
καθαρότητα, χημική — Ο όρος χ.κ., ή ακριβέστερα βαθμός καθαρότητας, εκφράζει αριθμητικά τη μάζα της καθαρής ουσίας σε σχέση με την ολική μάζα του σώματος. Όλα τα χημικά προϊόντα, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, δεν βρίσκονται στην κατάσταση της απόλυτης καθαρότητας,… … Dictionary of Greek
Πρεγκλ, Φριτς — (Pregl, Λουμπλιάνα 1869 – Γκρατς 1930). Aυστριακός φυσιολόγος χημικός. Σπούδασε ιατρική και αφοσιώθηκε στις βιολογικές επιστήμες. Μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κερατίνη, τα παράγωγα από την υδρόλυση της αλβουμίνης, της καρβοξυαιμοσφαιρίνης … Dictionary of Greek